Tag Archives: death

Τριαντάφυλλα με μπακαλιάρο

bakaliarosΗ Σελένα άνοιξε το μαγαζί της και αντί να μυρίσει κίτρινα εκατόφυλλα τριαντάφυλλα, μύρισε μπακαλιάρο. Σκέφτηκε μήπως ο αέρας έφερνε τη μυρωδιά από τα ιχθυοπωλεία που τακτοποιούσαν τα ψάρια τους κάθε μέρα ανάλογα με το χρώμα σαν να ήταν μακό πάνω σε ράφια. Μπορεί να ήταν κι εκείνος ο πνιχτός αέρας του Αυγούστου, που φύσαγε σκόνη πάνω στα κοντέινερ, που αποτελούσαν το εμπορικό κέντρο της περιοχής. Σιδερένια μαγαζιά, το ένα πάνω στ’ άλλο, σαν λέγκο, στοιβαγμένα από το χέρι κάποιου γίγαντα. Κουτιά από λαμαρίνα, δίχως παράθυρα, γεμάτα από τις πιο αλλοπρόσαλλες πραμάτειες. Τασάκια φτιαγμένα από πόδια κατσίκας, μαχαιροπίρουνα από τσίγκινους τενεκέδες, γιαπωνέζικες λιχουδιές σερβιρισμένες σε φύλλα συκιάς και τα ονομαστά κίτρινα εκατόφυλλα της Σελένας, που καλλιεργούσε η ίδια στον μικρό της κήπο, στην άκρη της πόλης. Εκεί που δεν έφτανε ο αέρας αλλά μόνο η βροχή.

Έσκυψε και μύρισε το μεγάλο τριαντάφυλλο της εισόδου. Η μυρωδιά τού μπακαλιάρου άρπαξε τα ρουθούνια της σαν σκελετωμένο χέρι που γράπωσε τη μύτη της για να βγει από τον τάφο. Αποφάσισε να μη δώσει άλλη σημασία και να συνεχίσει με τις μικροδουλειές της μέρας.

Ο Μάλιγκαν είχε μια μαύρη τρύπα στο πουλόβερ του την ώρα που μπήκε στο μαγαζί της. Ήταν από την Ιρλανδία και δεν θυμόταν πώς βρέθηκε στη γειτονιά με τα κοντέινερ. Τέντωσε τα αυτιά του, μαγεμένος από τα μικρά τζαμαϊκανά τιτιβίσματα που αντάλλασσαν στις κουβέντες τους οι μαγαζάτορες.

Η μυρωδιά του κοντέινερ της Σελένα τον τράβηξε με τη μία. Μόλις είδε το σοκολατένιο πρόσωπό της και το κορμί της που του θύμιζε τα χόρτα του Λίμερικ όταν χόρευαν στον δυτικό καλοκαιρινό άνεμο, αποφάσισε να μείνει. Μπήκε στο μαγαζί τόσο αθόρυβα, που εκείνη δεν τον πήρε χαμπάρι, παρά συνέχισε να χτενίζει τα τριαντάφυλλα, πέταλο με πέταλο, με μια χτένα από ταρταρούγα. Την πλησίασε, καθώς αυτή βούτηξε τα δάχτυλά της μέσα σε αγιασμένο νερό και τίναξε τις σταγόνες του πάνω στα λουλούδια που άρχισαν να τρέμουν και να κλείνουν σαν χείλια που ετοιμάζονται να φιληθούν, βγάζοντας μια θεσπέσια μυρωδιά με νότα το άρωμα του θεού. Κάτι αρχέγονο και ουράνιο, που η συνταγή του υπήρχε γραμμένη μόνο στα μυστικά κιτάπια των τζαμαϊκανών σαμάνων που ήταν οι προπάπποι της Σελένα.

Ο Μάλιγκαν κοίταξε ένα γύρο στο σιδερένιο θερμοκήπιο και θυμήθηκε ότι ήταν οδηγός νταλίκας και οδηγούσε τέτοια κοντέινερ, από το Κίλιμπεγκ στα Ντοκλαντς του Λονδίνου, φίσκα στον μπακαλιάρο. Εκεί στο Λονδίνο τα άδειαζε, όπως άδειαζε τα σωθικά του από τις ιρλανδέζικες μαύρες πουτίγκες και τις Γκίνες και μετά τα έφερνε πάλι πίσω στην πατρίδα του, για να τα γεμίσει ξανά, όπως ξαναγέμιζε το στομάχι του με πηχτή σούπα από νεφρά, πικάντικες κοιλίτσες, γεμιστές καρδούλες σχάρας και τηγανητά συκωτάκια βουτηγμένα στο αυγό και τη φρυγανιά. Είχε ένα ολοστρόγγυλο στομάχι, αλλά ξεγελούσε το μάτι χάρη στις τετράγωνες πλάτες του. Όλα τα παλικάρια του Λίμερικ είχαν μεγάλες πλάτες, απομεινάρι από τους παππούδες που τις είχαν φτιάξει έτσι για να αντέχουν τον ζυγό των Άγγλων.

Κοίταξε τη Σελένα καθώς έσκυβε πάνω από τα τριαντάφυλλα και αναρωτήθηκε πώς το βρώμικο σίδερο που ρουφούσε το αλατισμένο κορμί των μπακαλιάρων τού Κίλιμπεγκ μπορούσε να φιλοξενήσει κάτι τόσο θεσπέσιο και άσπιλο. Ξερόβηξε για να της τραβήξει την προσοχή, αλλά και πάλι δεν τα κατάφερε. Προσπάθησε να της μιλήσει, αλλά η φωνή του βγήκε από το λαρύγγι του τόσο στενή που δύσκολα θα χώραγαν δυο φωνήεντα μαζί. «Δεσποινίς…» Εκείνη έριξε μια ματιά από την άλλη μεριά, εκεί που δυο τριαντάφυλλα είχαν σκύψει το ένα πάνω στο άλλο.

Πήγε δίπλα στο αυτί της. Της ψιθύρισε. Της φώναξε. Της έκανε νόημα με τα χέρια του. Τίποτα. Εκείνη ήταν τυφλή, κουφή και αναίσθητη όπως μόνο οι Τζαμαϊκανές μπορούν να είναι όταν βγαίνουν από την κοιλιά της μάνας τους, τόσο όμορφες.

Κάθισε σε μια γωνιά και την περίμενε όλη τη μέρα. Την είδε να μιλάει γλυκά στους γέρους, να κουτσομπολεύει με τις γυναίκες, να κατεβάζει τα μάτια μπροστά στους άντρες, να χαϊδεύει παχουλά μωρά, την είδε να μαζεύει τα απούλητα τριαντάφυλλα με πέταλα ξερά, να τα ζωντανεύει και να φτιάχνει έναν κήπο. Την περίμενε όλη την ημέρα, μέχρι που αυτή έκλεισε το μαγαζί, έφυγε και έπεσε το σκοτάδι. Εκεί μέσα στους ψίθυρους των λουλουδιών, μέσα στο σφραγισμένο κοντέινερ, όπου ούτε μια αχτίδα του φεγγαριού δεν μπορούσε να περάσει, υποσχέθηκε στον εαυτό του να την περιμένει και την επόμενη μέρα και μετά την επόμενη. Να την περιμένει μέχρι εκείνη να του δώσει σημασία.

Κάθισε στη γωνιά του εβδομάδες, μπορεί και χρόνια. Έμαθε το πρόσωπό της, όπως τα παιδιά μαθαίνουν το πρόσωπό της μάννας τους. Όταν ήταν λυπημένο, ζάρωνε σαν διψασμένο πέταλο από τριαντάφυλλο και όταν ήταν χαρούμενο τεντωνόταν και γυάλιζε κάτω απ’ τον ήλιο και σιγοτραγουδούσε για τις ομορφιές της Καραϊβικής. Γλυκεροί σκοποί που έκαναν τα λουλούδια να μυρίζουν δυνατότερα. Ζήλεψε όταν την είδε να κοιτάζει με τρόπο που δεν κοίταξε ποτέ κανέναν, έναν λιμοκοντόρο από τη Μαδαγασκάρη, και έκλαψε μαζί της όταν εκείνος την άφησε και πήγε πίσω στο χωριό του. Ήταν ο χρόνος της αδυναμίας της και στήριζε το κεφάλι της στις δυο της παλάμες, κλαίγοντας από το πρωί. Τα τριαντάφυλλά της είχαν γεμίσει ρυτίδες. Άρωμα κανένα. Το μαγαζί άδειο. Τότε τόλμησε για πρώτη φορά να αγγίξει τα μάτια της, με τα μεγάλα σαν λουκάνικα δάχτυλά του και να της σκουπίσει τα δάκρυα. Εκείνη, κάτι αισθάνθηκε και σήκωσε το κεφάλι. Ο Μάλιγκαν της φύσηξε τα μάτια, που κοιτούσαν κάπου αόριστα, σαν να ήταν τυφλή. Πόσο ευχόταν να συγκέντρωνε το βλέμμα της επάνω του, έστω και μόνο μια φορά. Τη φίλησε απαλά στα χείλια κι εκείνη είπε: «Πώς γίνεται να μυρίζει συνέχεια μπακαλιάρος;»

Δεν ήταν η επαφή που είχε ονειρευτεί ο Μάλιγκαν, αλλά ήταν κάτι. Και μετά από αυτό φάνηκε ότι συνήλθε, γιατί ξαναμπήκε στη ρουτίνα της καθημερινότητάς της. Του φάνηκε μάλιστα ότι κάθε πρωί που άνοιγε το μαγαζί, πρώτα έριχνε μια ματιά στη γωνιά που καθόταν εκείνος, χωρίς να τον κοιτάζει κατευθείαν, αλλά κάπου γύρω από αυτόν.

Έτσι πήρε τη δύναμη να την περιμένει κι άλλο. Πέρασαν τριάντα χρόνια από τότε. Την περίμενε και μετά από τον μεγάλο σεισμό που κατάπιε ολόκληρα χωριά με τριαντάφυλλα. Την περίμενε αμέτρητα σκοτεινά βράδια και αμέτρητα γυρίσματα του κλειδιού στην πόρτα. Είδε την όμορφη πλάτη της να κυρτώνει, τα πυκνά μαύρα μαλλιά της να ασπρίζουν, τα ψηλά της πόδια να κρύβονται μέσα σε μακριά φουστάνια, τα φωτεινά της μάτια μέσα σε σκούρα γυαλιά. Το άρωμά της όμως παρέμενε το ίδιο. Όπως και η αγάπη του.

Ώσπου ήρθε μια μέρα, ένα πρωινό του Αυγούστου που ο αέρας φύσαγε τη σκόνη πάνω από τα κοντέινερ, που η πόρτα της Σελένα δεν άνοιξε. Του φάνηκε αδύνατο, γιατί εκείνη γύριζε το κλειδί ακριβώς στις οκτώ και δέκα, κάθε μέρα κάθε χρόνου. Κάθισε στο σκοτάδι μπερδεμένος. Μετά σηκώθηκε και πότισε τα τριαντάφυλλα, όπως έκανε εκείνη και κορφολόγησε τα πέταλά τους, όπως το έκανε εκείνη. Ακούστηκε το κλειδί και η καρδιά του σκίρτησε. Το φως τον τύφλωσε και καθόταν εκεί χαζεύοντας τη γυναικεία φιγούρα που στεκόταν στο κατώφλι, αλλά το στομάχι του ανακατεύτηκε, γιατί κάτι μέσα στο εκτυφλωτικό φως, κάτι μέσα στον καυτό αέρα, ήταν ολωσδιόλου λάθος. Η γυναίκα που στεκόταν εκεί στο κατώφλι, δεν ήταν η Σελένα. Ήταν η φίλη της που είχε το διπλανό κοντέινερ με τα ρούχα. Άρχισε να μαζεύει τα τριαντάφυλλα και να τα πετάει στα σκουπίδια. Και μαζί τα κοκάλινα εργαλεία, τα αιθέρια έλαια των φύλλων και τα δυναμωτικά βοτάνια για τις ρίζες. Τα πέταξε όλα εκτός από τη χτένα από ταρταρούγα. Αυτή την έβαλε στην τσέπη της. Θόλωσε το μυαλό του. Σηκώθηκε και άρχισε να χοροπηδάει με όλο το βάρος που κουβαλούσε. Το κοντέινερ κουνιόταν πάνω-κάτω, κάτι βάζα έπεσαν και έσπασαν, ενώ η γυναίκα τρομαγμένη πετάχτηκε έξω φωνάζοντας:

«Duppy… duppy…» που στη γλώσσα των τζαμαϊκανών σημαίνει φάντασμα.

Ο Μάλιγκαν όρμησε έξω από το κοντέινερ και έτρεξε προς τους αγρούς. Μετά από καμιά ώρα, βρέθηκε σε ένα λιβάδι με εκατόφυλλα. Προχώρησε μέσα από τα τριαντάφυλλα και τα μπουμπούκια άνοιγαν στο πέρασμά του. Στο βάθος, εκεί που άρχιζε να βαραίνει ο ήλιος τα βλέφαρά του, την είδε. Η Σελένα νέα, όμορφη, σκυμμένη πάνω από τα τριαντάφυλλα σιγοτραγουδούσε εκείνο το τραγούδι που ήξερε κι αυτός καλά. Η φωνή του ενώθηκε με τη δική της. Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. Για πρώτη φορά τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Του άπλωσε το χέρι της κι αυτός το κράτησε σφιχτά. Ένα μικρό, ανήσυχο πουλί μέσα στη χούφτα του.

«Το ήξερα πως θα ήσουν μεγάλος και ψηλός και ξανθός», του είπε.

«Γιατί ήρθα σε σένα;» τη ρώτησε.

«Το κοντέινερ», του απάντησε. «Οδηγούσες το κοντέινερ. Ήσουν φορτωμένος, όταν γλίστρησες στον πάγο. Πετάχτηκες έξω από το παράθυρο και χτύπησες στις πέτρες. Γέμισε ο τόπος αίματα και μπακαλιάρους. Πέθανες αμέσως. Γι’ αυτό δεν το κατάλαβες. Ακολούθησες το κοντέινερ».

«Και βρήκα εσένα», της ψιθύρισε.

«Όλα αυτά τα χρόνια, ευχόμουνα να αντέξεις την αναμονή. Το ήξερα ότι καθόσουν στη γωνία».

«Τώρα πια μπορούμε να είμαστε μαζί», της είπε σφίγγοντάς την επάνω στο σκληρό του στήθος.

Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. «Απλά», του είπε, «κάνε πρώτα ένα μπάνιο. Αυτή η μυρωδιά του μπακαλιάρου, δεν αρέσει καθόλου στα τριαντάφυλλά μου».

2 Comments

Filed under Μικρές Ιστορίες

Underground

ImageIt was after five when they buried me. I took a deep breath just before I was covered with dirt and sank into darkness. Then it started raining. The water dripped all over me, around me, inside me. It talked: ‘Don’t worry. Soon you’ll see the light again.’

Yeah! Sure. I didn’t need such kindness. They stuffed me inside a tomb, without hope, to deal with that unbearable silence. Did I say silence? No. Not silence. When sight became obsolete, my ears started picking up sounds. There was a lot going on in there. First it was the endless tramping of millions of ants digging catacombs, carrying loot, satisfying the queen. Then it was the hissing. Devouring worms trying to spot me. And something else I couldn’t explain. Something that was coming right inside of me. A kind of intestine swelling. My skin being torn apart. A disease of the darkness.

Every day I heard voices coming from the world above the ground. They stamped on my grave with their heavy galoshes and laughed. The pigs! I’d like to see them being in my shoes. My only relief was when rain soaked the ground, refreshing my bones, making me feel alive. Its voice became a balsam to my painful existence:

‘Soon now. You’re going to see the light in a few days.’

During the endless hours debating with myself, I was wondering what the hell did I do to deserve such punishment. Even if I was a murderer, they would have given me the electric chair and everything would be over in a minute. But this torture was to last forever. There was no sense of time inside the bowels of the earth.

Suddenly, I heard a girl’s scream creeping out of my left. Another soul had been buried there. I think even deeper. I suppose I should thank God for there was worse.

‘Is anybody there?’ I yelled. ‘Do you hear me? Are you buried in here too?’

A strangled sigh. I stretched my ears. ‘Help!’ I heard a woman crying clearly now: ‘Is anybody there?’

‘Yes! I can hear you!’ My heart filled with joy. ‘You’re not alone. I’m down here too. Next to you!’ And that next to you gave me the power to live. Because now I had to be strong for also her.

‘My skin!’ she cried. ‘It’s cracking open!’

‘Don’t worry! It happens. You have to be patient. I heard that in a couple of days we’ll be out of here!’

I tried to make my voice soothing and convince myself that the rumours were true. ‘The only thing you need to do is try to move as little as possible. Don’t let the worms feel you’re here. Do you understand? It’s just a matter of time. Try to hold on.’

I knew I had given her hope. She was not crying anymore. How I wish I could see her. Hold her tight against my body. But the ground was thick and I was weak. The rain, my redeemer, fell on me. ‘Tomorrow,’ it whispered. ‘You’re out tomorrow.’

I wish it was right. ‘Will the girl come out too?’ I shouted, but there was no answer. Only dripping.

‘Do you hear me?’ I yelled to her. ‘We’ll be out of here by tomorrow!’

But there was no response. Just a sound coming right out of hell’s jaws. A worm was eating something or someone on my left.

It wasn’t fair. I couldn’t lose my best friend like that. I bit myself hard, bones and muscles hurt, and I let out a scream that froze the pigs’ laughter overground, I’m sure. My body opened up like ripe melon. A green stuff came out of my skin and moved straight up. Was I dying? I tore up the layer separating dirt from sky and burst out in the sunlight. Barely. But I could breathe the air again.

A hand touched me. ‘Look, Dad! Here comes the first bean!’

Oh my God! I was a bean. I was never going to walk, love, go to school. Never get married or have a dog or a car or spend lazy Sunday mornings reading my newspaper in the living-room.

I gazed at the open fields. The other beans would spring out any minute now. Except for the bean on my left. She wasn’t given the chance. At least, I thought, she died without knowing. Who knows? Maybe she was the luckiest of us all.

Published in Greek by Planodion Literary Magazine, 25/10/2010

Leave a comment

Filed under Short Stories