Tag Archives: girl

Τριαντάφυλλα με μπακαλιάρο

bakaliarosΗ Σελένα άνοιξε το μαγαζί της και αντί να μυρίσει κίτρινα εκατόφυλλα τριαντάφυλλα, μύρισε μπακαλιάρο. Σκέφτηκε μήπως ο αέρας έφερνε τη μυρωδιά από τα ιχθυοπωλεία που τακτοποιούσαν τα ψάρια τους κάθε μέρα ανάλογα με το χρώμα σαν να ήταν μακό πάνω σε ράφια. Μπορεί να ήταν κι εκείνος ο πνιχτός αέρας του Αυγούστου, που φύσαγε σκόνη πάνω στα κοντέινερ, που αποτελούσαν το εμπορικό κέντρο της περιοχής. Σιδερένια μαγαζιά, το ένα πάνω στ’ άλλο, σαν λέγκο, στοιβαγμένα από το χέρι κάποιου γίγαντα. Κουτιά από λαμαρίνα, δίχως παράθυρα, γεμάτα από τις πιο αλλοπρόσαλλες πραμάτειες. Τασάκια φτιαγμένα από πόδια κατσίκας, μαχαιροπίρουνα από τσίγκινους τενεκέδες, γιαπωνέζικες λιχουδιές σερβιρισμένες σε φύλλα συκιάς και τα ονομαστά κίτρινα εκατόφυλλα της Σελένας, που καλλιεργούσε η ίδια στον μικρό της κήπο, στην άκρη της πόλης. Εκεί που δεν έφτανε ο αέρας αλλά μόνο η βροχή.

Έσκυψε και μύρισε το μεγάλο τριαντάφυλλο της εισόδου. Η μυρωδιά τού μπακαλιάρου άρπαξε τα ρουθούνια της σαν σκελετωμένο χέρι που γράπωσε τη μύτη της για να βγει από τον τάφο. Αποφάσισε να μη δώσει άλλη σημασία και να συνεχίσει με τις μικροδουλειές της μέρας.

Ο Μάλιγκαν είχε μια μαύρη τρύπα στο πουλόβερ του την ώρα που μπήκε στο μαγαζί της. Ήταν από την Ιρλανδία και δεν θυμόταν πώς βρέθηκε στη γειτονιά με τα κοντέινερ. Τέντωσε τα αυτιά του, μαγεμένος από τα μικρά τζαμαϊκανά τιτιβίσματα που αντάλλασσαν στις κουβέντες τους οι μαγαζάτορες.

Η μυρωδιά του κοντέινερ της Σελένα τον τράβηξε με τη μία. Μόλις είδε το σοκολατένιο πρόσωπό της και το κορμί της που του θύμιζε τα χόρτα του Λίμερικ όταν χόρευαν στον δυτικό καλοκαιρινό άνεμο, αποφάσισε να μείνει. Μπήκε στο μαγαζί τόσο αθόρυβα, που εκείνη δεν τον πήρε χαμπάρι, παρά συνέχισε να χτενίζει τα τριαντάφυλλα, πέταλο με πέταλο, με μια χτένα από ταρταρούγα. Την πλησίασε, καθώς αυτή βούτηξε τα δάχτυλά της μέσα σε αγιασμένο νερό και τίναξε τις σταγόνες του πάνω στα λουλούδια που άρχισαν να τρέμουν και να κλείνουν σαν χείλια που ετοιμάζονται να φιληθούν, βγάζοντας μια θεσπέσια μυρωδιά με νότα το άρωμα του θεού. Κάτι αρχέγονο και ουράνιο, που η συνταγή του υπήρχε γραμμένη μόνο στα μυστικά κιτάπια των τζαμαϊκανών σαμάνων που ήταν οι προπάπποι της Σελένα.

Ο Μάλιγκαν κοίταξε ένα γύρο στο σιδερένιο θερμοκήπιο και θυμήθηκε ότι ήταν οδηγός νταλίκας και οδηγούσε τέτοια κοντέινερ, από το Κίλιμπεγκ στα Ντοκλαντς του Λονδίνου, φίσκα στον μπακαλιάρο. Εκεί στο Λονδίνο τα άδειαζε, όπως άδειαζε τα σωθικά του από τις ιρλανδέζικες μαύρες πουτίγκες και τις Γκίνες και μετά τα έφερνε πάλι πίσω στην πατρίδα του, για να τα γεμίσει ξανά, όπως ξαναγέμιζε το στομάχι του με πηχτή σούπα από νεφρά, πικάντικες κοιλίτσες, γεμιστές καρδούλες σχάρας και τηγανητά συκωτάκια βουτηγμένα στο αυγό και τη φρυγανιά. Είχε ένα ολοστρόγγυλο στομάχι, αλλά ξεγελούσε το μάτι χάρη στις τετράγωνες πλάτες του. Όλα τα παλικάρια του Λίμερικ είχαν μεγάλες πλάτες, απομεινάρι από τους παππούδες που τις είχαν φτιάξει έτσι για να αντέχουν τον ζυγό των Άγγλων.

Κοίταξε τη Σελένα καθώς έσκυβε πάνω από τα τριαντάφυλλα και αναρωτήθηκε πώς το βρώμικο σίδερο που ρουφούσε το αλατισμένο κορμί των μπακαλιάρων τού Κίλιμπεγκ μπορούσε να φιλοξενήσει κάτι τόσο θεσπέσιο και άσπιλο. Ξερόβηξε για να της τραβήξει την προσοχή, αλλά και πάλι δεν τα κατάφερε. Προσπάθησε να της μιλήσει, αλλά η φωνή του βγήκε από το λαρύγγι του τόσο στενή που δύσκολα θα χώραγαν δυο φωνήεντα μαζί. «Δεσποινίς…» Εκείνη έριξε μια ματιά από την άλλη μεριά, εκεί που δυο τριαντάφυλλα είχαν σκύψει το ένα πάνω στο άλλο.

Πήγε δίπλα στο αυτί της. Της ψιθύρισε. Της φώναξε. Της έκανε νόημα με τα χέρια του. Τίποτα. Εκείνη ήταν τυφλή, κουφή και αναίσθητη όπως μόνο οι Τζαμαϊκανές μπορούν να είναι όταν βγαίνουν από την κοιλιά της μάνας τους, τόσο όμορφες.

Κάθισε σε μια γωνιά και την περίμενε όλη τη μέρα. Την είδε να μιλάει γλυκά στους γέρους, να κουτσομπολεύει με τις γυναίκες, να κατεβάζει τα μάτια μπροστά στους άντρες, να χαϊδεύει παχουλά μωρά, την είδε να μαζεύει τα απούλητα τριαντάφυλλα με πέταλα ξερά, να τα ζωντανεύει και να φτιάχνει έναν κήπο. Την περίμενε όλη την ημέρα, μέχρι που αυτή έκλεισε το μαγαζί, έφυγε και έπεσε το σκοτάδι. Εκεί μέσα στους ψίθυρους των λουλουδιών, μέσα στο σφραγισμένο κοντέινερ, όπου ούτε μια αχτίδα του φεγγαριού δεν μπορούσε να περάσει, υποσχέθηκε στον εαυτό του να την περιμένει και την επόμενη μέρα και μετά την επόμενη. Να την περιμένει μέχρι εκείνη να του δώσει σημασία.

Κάθισε στη γωνιά του εβδομάδες, μπορεί και χρόνια. Έμαθε το πρόσωπό της, όπως τα παιδιά μαθαίνουν το πρόσωπό της μάννας τους. Όταν ήταν λυπημένο, ζάρωνε σαν διψασμένο πέταλο από τριαντάφυλλο και όταν ήταν χαρούμενο τεντωνόταν και γυάλιζε κάτω απ’ τον ήλιο και σιγοτραγουδούσε για τις ομορφιές της Καραϊβικής. Γλυκεροί σκοποί που έκαναν τα λουλούδια να μυρίζουν δυνατότερα. Ζήλεψε όταν την είδε να κοιτάζει με τρόπο που δεν κοίταξε ποτέ κανέναν, έναν λιμοκοντόρο από τη Μαδαγασκάρη, και έκλαψε μαζί της όταν εκείνος την άφησε και πήγε πίσω στο χωριό του. Ήταν ο χρόνος της αδυναμίας της και στήριζε το κεφάλι της στις δυο της παλάμες, κλαίγοντας από το πρωί. Τα τριαντάφυλλά της είχαν γεμίσει ρυτίδες. Άρωμα κανένα. Το μαγαζί άδειο. Τότε τόλμησε για πρώτη φορά να αγγίξει τα μάτια της, με τα μεγάλα σαν λουκάνικα δάχτυλά του και να της σκουπίσει τα δάκρυα. Εκείνη, κάτι αισθάνθηκε και σήκωσε το κεφάλι. Ο Μάλιγκαν της φύσηξε τα μάτια, που κοιτούσαν κάπου αόριστα, σαν να ήταν τυφλή. Πόσο ευχόταν να συγκέντρωνε το βλέμμα της επάνω του, έστω και μόνο μια φορά. Τη φίλησε απαλά στα χείλια κι εκείνη είπε: «Πώς γίνεται να μυρίζει συνέχεια μπακαλιάρος;»

Δεν ήταν η επαφή που είχε ονειρευτεί ο Μάλιγκαν, αλλά ήταν κάτι. Και μετά από αυτό φάνηκε ότι συνήλθε, γιατί ξαναμπήκε στη ρουτίνα της καθημερινότητάς της. Του φάνηκε μάλιστα ότι κάθε πρωί που άνοιγε το μαγαζί, πρώτα έριχνε μια ματιά στη γωνιά που καθόταν εκείνος, χωρίς να τον κοιτάζει κατευθείαν, αλλά κάπου γύρω από αυτόν.

Έτσι πήρε τη δύναμη να την περιμένει κι άλλο. Πέρασαν τριάντα χρόνια από τότε. Την περίμενε και μετά από τον μεγάλο σεισμό που κατάπιε ολόκληρα χωριά με τριαντάφυλλα. Την περίμενε αμέτρητα σκοτεινά βράδια και αμέτρητα γυρίσματα του κλειδιού στην πόρτα. Είδε την όμορφη πλάτη της να κυρτώνει, τα πυκνά μαύρα μαλλιά της να ασπρίζουν, τα ψηλά της πόδια να κρύβονται μέσα σε μακριά φουστάνια, τα φωτεινά της μάτια μέσα σε σκούρα γυαλιά. Το άρωμά της όμως παρέμενε το ίδιο. Όπως και η αγάπη του.

Ώσπου ήρθε μια μέρα, ένα πρωινό του Αυγούστου που ο αέρας φύσαγε τη σκόνη πάνω από τα κοντέινερ, που η πόρτα της Σελένα δεν άνοιξε. Του φάνηκε αδύνατο, γιατί εκείνη γύριζε το κλειδί ακριβώς στις οκτώ και δέκα, κάθε μέρα κάθε χρόνου. Κάθισε στο σκοτάδι μπερδεμένος. Μετά σηκώθηκε και πότισε τα τριαντάφυλλα, όπως έκανε εκείνη και κορφολόγησε τα πέταλά τους, όπως το έκανε εκείνη. Ακούστηκε το κλειδί και η καρδιά του σκίρτησε. Το φως τον τύφλωσε και καθόταν εκεί χαζεύοντας τη γυναικεία φιγούρα που στεκόταν στο κατώφλι, αλλά το στομάχι του ανακατεύτηκε, γιατί κάτι μέσα στο εκτυφλωτικό φως, κάτι μέσα στον καυτό αέρα, ήταν ολωσδιόλου λάθος. Η γυναίκα που στεκόταν εκεί στο κατώφλι, δεν ήταν η Σελένα. Ήταν η φίλη της που είχε το διπλανό κοντέινερ με τα ρούχα. Άρχισε να μαζεύει τα τριαντάφυλλα και να τα πετάει στα σκουπίδια. Και μαζί τα κοκάλινα εργαλεία, τα αιθέρια έλαια των φύλλων και τα δυναμωτικά βοτάνια για τις ρίζες. Τα πέταξε όλα εκτός από τη χτένα από ταρταρούγα. Αυτή την έβαλε στην τσέπη της. Θόλωσε το μυαλό του. Σηκώθηκε και άρχισε να χοροπηδάει με όλο το βάρος που κουβαλούσε. Το κοντέινερ κουνιόταν πάνω-κάτω, κάτι βάζα έπεσαν και έσπασαν, ενώ η γυναίκα τρομαγμένη πετάχτηκε έξω φωνάζοντας:

«Duppy… duppy…» που στη γλώσσα των τζαμαϊκανών σημαίνει φάντασμα.

Ο Μάλιγκαν όρμησε έξω από το κοντέινερ και έτρεξε προς τους αγρούς. Μετά από καμιά ώρα, βρέθηκε σε ένα λιβάδι με εκατόφυλλα. Προχώρησε μέσα από τα τριαντάφυλλα και τα μπουμπούκια άνοιγαν στο πέρασμά του. Στο βάθος, εκεί που άρχιζε να βαραίνει ο ήλιος τα βλέφαρά του, την είδε. Η Σελένα νέα, όμορφη, σκυμμένη πάνω από τα τριαντάφυλλα σιγοτραγουδούσε εκείνο το τραγούδι που ήξερε κι αυτός καλά. Η φωνή του ενώθηκε με τη δική της. Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. Για πρώτη φορά τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Του άπλωσε το χέρι της κι αυτός το κράτησε σφιχτά. Ένα μικρό, ανήσυχο πουλί μέσα στη χούφτα του.

«Το ήξερα πως θα ήσουν μεγάλος και ψηλός και ξανθός», του είπε.

«Γιατί ήρθα σε σένα;» τη ρώτησε.

«Το κοντέινερ», του απάντησε. «Οδηγούσες το κοντέινερ. Ήσουν φορτωμένος, όταν γλίστρησες στον πάγο. Πετάχτηκες έξω από το παράθυρο και χτύπησες στις πέτρες. Γέμισε ο τόπος αίματα και μπακαλιάρους. Πέθανες αμέσως. Γι’ αυτό δεν το κατάλαβες. Ακολούθησες το κοντέινερ».

«Και βρήκα εσένα», της ψιθύρισε.

«Όλα αυτά τα χρόνια, ευχόμουνα να αντέξεις την αναμονή. Το ήξερα ότι καθόσουν στη γωνία».

«Τώρα πια μπορούμε να είμαστε μαζί», της είπε σφίγγοντάς την επάνω στο σκληρό του στήθος.

Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. «Απλά», του είπε, «κάνε πρώτα ένα μπάνιο. Αυτή η μυρωδιά του μπακαλιάρου, δεν αρέσει καθόλου στα τριαντάφυλλά μου».

2 Comments

Filed under Μικρές Ιστορίες

Η κόντρα

Illustration by Burcu Musselwhite

 

 

 

 

 

 

 

 

Πριν από κάθε κόντρα έλεγχε τα σύννεφα σπιθαμή προς σπιθαμή. Πηδούσε πάνω τους για να δει την αντοχή τους κι έτρεχε από τη μια άκρη ως την άλλη για να διαπιστώσει ποιο απ’ όλα είχε το μήκος που θα της επέτρεπε την απαιτούμενη επιτάχυνση. Μόλις έβρισκε το κατάλληλο, έχωνε το κεφάλι της, για να δει τι υπάρχει από κάτω. Είχε αδυναμία στις οροσειρές που φορούσαν χιόνια Χειμώνα-Καλοκαίρι και βρέχανε τα πόδια τους σε κάτι μακριά ποτάμια που περιτριγύριζαν τις πόλεις σαν υγρές αγχόνες. Δεν είναι ότι μισούσε τον πολιτισμό, αλλά έβρισκε τις πόλεις επικίνδυνες. Σαν η πόλη να ήταν μια μηχανή τού γκαζόν που είχε σκοπό να κάνει τα πάντα ομοιόμορφα ξεριζώνοντας τα λουλούδια που είχαν ξεπετάξει το κεφάλι τους ανάμεσα στα χορτάρια και που δεν άφηνε τίποτε να είναι πιο ψηλό, πιο παχύ, πιο στραβό.

Η κόντρα

Μετά από αρκετό ψάξιμο, το κορίτσι κατέληξε ότι το καλύτερο σύννεφο ήταν αυτό πάνω από το Τούτλινγκεν, στη νοτιοδυτική Γερμανία. Ήταν όσο χρειαζόταν πυκνό και σε αρκετό ύψος για να φτάσει το αεροπλάνο με μια καλή εκτίναξη. Και ήταν τόσο άσπρο, όσο και τα τετράποδα συννεφάκια που έβοσκαν στα λιβάδια από κάτω του. Το αγόρι που θα τη συντρόφευε σήμερα στην κόντρα δεν φαινόταν και πολύ ευχαριστημένο.

«Δεν είναι και τόσο σόι. Έχει κενά». Στραβομουτσούνιασε και κοίταξε τον ορίζοντα για κάτι καλύτερο. Το κορίτσι περίμενε υπομονετικά, όπως είχε κάνει με πολλά αγόρια ως τώρα. «Τέλος πάντων», είπε στο τέλος. «Αφού δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Αλλά δεν το έψαξες και πολύ».

Το κορίτσι ήθελε να του πει ότι είχε αρκετή εμπειρία και ότι το σύννεφο ήταν μια χαρά, αλλά σκέφτηκε να τον αφήσει να γκρινιάξει για λίγο μήπως ξεθυμάνει και αρχίσουν να ετοιμάζονται. Το αεροπλάνο για Άμστερνταμ ήταν Μπόιγκ 747 και ήθελε τέλειο συγχρονισμό αν ήθελαν να το ξεπεράσουν. Το αγόρι έκανε κόντρα με αεροπλάνο για πρώτη φορά και δεν ήθελε να τον περάσει το κορίτσι για άσχετο.

«Θα πάρεις φόρα και θα αρχίσεις να τρέχεις με όλη σου τη δύναμη, μόλις δεις το αεροπλάνο εμφανίζεται κάπου εκεί». Άπλωσε το αριστερό της χέρι και του έδειξε ψηλά, εκεί που οι δείκτες του ρολογιού θα έδειχναν δέκα η ώρα. «Θα μετρήσεις μέχρι το δεκαπέντε. Και μετά θα πηδήσεις όσο πιο ψηλά μπορείς ανοίγοντας τα χέρια και τινάζοντας το σώμα σου με όλη σου τη δύναμη. Αυτό είναι και το πιο δύσκολο. Αν δεν καταφέρεις να φτάσεις δίπλα του, δεν θα μπορέσεις να πετάξεις κάτω από τα παράθυρα. Πρόσεχε. Δεν φτάνουμε ποτέ στα παράθυρα. Το θέμα δεν είναι να σπείρουμε τον πανικό. Η απόλαυση είναι για μας. Η στάση ζωής μας. Αν πηδήσεις σωστά, το μόνο που χρειάζεσαι μετά είναι καλή ισορροπία. Αλλά πρέπει να έχεις αποκτήσει τη σωστή ταχύτητα».

Το αγόρι την κοίταξε όπως θα κοιτούσε τη γιαγιά του αν προσπαθούσε να του δείξει πώς να φάει το αυγό του. «Μπορεί να μην έχω ξαναπετάξει σε κόντρες, αλλά έχω πετάξει χιλιάδες φορές. Μη μου λες πράγματα που ξέρω. Με νευριάζει τρομερά αυτό». Και της γύρισε την πλάτη δοκιμάζοντας με το πόδι του την πυκνότητα του σύννεφου, ξεφυσώντας σαν τρένο.

Το κορίτσι και πάλι δεν είπε τίποτα. Ίσως γιατί της άρεσε αυτό το αγόρι, που όταν γκρίνιαζε, τα μαλλιά του έπεφταν στα μάτια του και νευριασμένα τα έκανε στην άκρη. Αν δεν υπήρχε καθυστέρηση, το Μπόιγκ θα εμφανιζόταν σε πέντε λεπτά. Κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλο και άναψαν τσιγάρο. Το αγόρι άνοιξε ένα μπουκάλι Βουργουνδίας και το κορίτσι τού πρότεινε δυο κρυστάλλινα ποτήρια. Κατέβασαν την πρώτη γουλιά μαζί σαν συνέταιροι στο έγκλημα από καιρό. Το κορίτσι τού είπε να χώσει το κεφάλι του στο σύννεφο και να κοιτάξει τη θέα κάτω από αυτό. Το Τούτλινγκεν γυάλιζε κάτω απ’ τον ήλιο. Πρασινάδα παντού. Ο Δούναβης, μια κορδέλα γύρω από τα χωριά τής Γερμανίας και της Ελβετίας. Και στο βάθος σκούρος ορίζοντας. Ο Μέλανας Δρυμός. Υπήρχε μια ησυχία, δεν ήταν ακριβώς ησυχία, ήταν όλοι μαζί οι απόηχοι της γης κλεισμένοι σε κουτί, σαν το σύννεφο να έπαιζε μια αθόρυβη, πνιχτή μουσική.

«Γι αυτές τις στιγμές κάνω αυτό που κάνω», είπε το κορίτσι. Για να μην καταλήξουμε να βλέπουμε τον κόσμο μέσα από θαμπωμένα τζάμια, τρώγοντας από πλαστικούς δίσκους και ακούγοντας το μωρό της μπροστινής θέσης να ουρλιάζει».

Το αγόρι της χαμογέλασε και εκείνη σάστισε για μια στιγμή. Είχε ένα χαμόγελο τόσο λευκό όσο το σύννεφο. Κοίταξε το ρολόι της και του είπε ότι ήταν ώρα να πάρουν θέση. Μια κουκίδα εμφανίστηκε ψηλά στο βάθος και το αγόρι κοκκίνισε από έξαψη.

«Είσαι έτοιμη;»

«Έτοιμη. Μην ξεκινάς ακόμη, περίμενε… Τώρα!» φώναξε και οι δυο μαζί άρχισαν να τρέχουν ουρλιάζοντας. «Πήδα!» Του φώναξε εκείνη, αλλά αυτός δεν μπόρεσε να συγχρονίσει το βήμα του. Το κορίτσι πέταξε ψηλά, άφησε το σύννεφο κάτω της και έφτασε κάτω από τα παράθυρα του αεροπλάνου. Το αγόρι μπόρεσε να σηκωθεί μόλις μερικά μέτρα πάνω από το σύννεφο. «Τίναξε το σώμα σου προς τα πάνω!» του φώναξε, αλλά ήξερε ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση να τη φτάσει.

Το κορίτσι δεν προσπέρασε το αεροπλάνο. Έμεινε ακίνητο στον αέρα να κοιτάζει το αγόρι που είχε επιστρέψει στο σύννεφο και μάζευε τα πράγματά του. Προσπάθησε να τον προλάβει, να του πει ότι πάντα έτσι είναι την πρώτη φορά, να τον πείσει να μείνει μαζί της. Να του πει ότι κουράστηκε να πετάει μόνη. Όταν έφτασε στο σύννεφο, αυτός είχε φύγει. Δεν είχε αφήσει τίποτε που να τον θυμίζει. Είχε πάρει ακόμη και το μπουκάλι το κρασί με τα δύο ποτήρια. Για μια στιγμή σκέφτηκε να τα παρατήσει. Τι της είχε κάνει αυτό το αγόρι;

Πήδησε από σύννεφο σε σύννεφο. Έκλαιγε, αλλά συνέχισε να αλλάζει σύννεφα μέχρι που έφτασε πάνω από το Λονδίνο. Έχωσε το κεφάλι της και είδε τον Τάμεση. Άκουσε ιαχές να έρχονται από το Γουέμπλεϊ. Θυμήθηκε ότι το να ζει έτσι ήταν πιο σημαντικό από το αγόρι. Και ξάφνου είδε μια κουκίδα ψηλά στο βάθος. Όρθια και με όλη τη δύναμή της έτρεξε, άπλωσε τα χέρια της και πήδησε ψηλότερα από κάθε άλλη φορά. Έφτασε ως τα παράθυρα του αεροπλάνου. Κοίταξε τα πρόσωπα των επιβατών για πρώτη φορά. Πρόσωπα με το στόμα ανοιχτό. Επικράτησε αναστάτωση στην καμπίνα, η αεροσυνοδός έβγαλε ανακοίνωση να μη δώσουν σημασία. Τους εξήγησε ότι είναι αυτό το παράνομο κίνημα που έχει ξεσηκώσει την κοινή γνώμη και τα συμβούλια των αεροπορικών εταιριών. Ότι πρόκειται για κάτι άμυαλα παιδιά που νομίζουν ότι κάνουν αντίσταση και ότι ο καιρός στο Λονδίνο αναμένεται αίθριος.

Το κορίτσι από την ουρά του αεροπλάνου, έφτασε στη μέση. Ένας χοντρός κύριος με γυαλιά έμεινε να την κοιτάζει με το πλαστικό πιρουνάκι στον αέρα. Η αεροσυνοδός όρθια γελούσε νευρικά. Μια γυναίκα έσφιξε τη ζώνη της. Το κορίτσι έφτασε στις πρώτες θέσεις. Θα έφτανε στον πιλότο αν δεν ερχόταν φάτσα με φάτσα με το πρόσωπο του αγοριού. Το αγόρι καθόταν στη θέση δίπλα στο παράθυρο με σβησμένα μάτια. Εκείνη άνοιξε τα δικά της μην πιστεύοντας. Το αγόρι ήταν μέσα στο αεροπλάνο κι έπινε το κρασί από ένα πλαστικό ποτήρι. Το κορίτσι ήθελε να φωνάξει αλλά δεν φώναξε. Το αγόρι γύρισε το κεφάλι του και άρχισε να μιλάει με το κορίτσι που καθόταν δίπλα του.

Leave a comment

Filed under Μικρές Ιστορίες